ξέβγαλμα

ξέβγαλμα
ξέβγαλμα, το και ξέβγασμα, το, -ατος
1. τελευταίο πλύσιμο των ρούχων: Είμαι στο ξέβγασμα της μπουγάδας.
2. παραπλάνηση, διαφθορά.
3. προπομπή, ξεπροβόδισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… …   Dictionary of Greek

  • ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • έκλουση — η το ξέβγαλμα, η έκπλυση …   Dictionary of Greek

  • ανάπλυσις — ἀνάπλυσις ( εως), η (Α) ξαναπλύσιμο, ξέβγαλμα …   Dictionary of Greek

  • ξέβγαρμα — το βλ. ξέβγαλμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”